Η εγχώρια αγορά κατοικιών καταγράφει πλέον τιμές που θυμίζουν το 2007, με τις νέες κατασκευές σε όλη την Ελλάδα – και ειδικότερα στην Αθήνα – να ξεπερνούν τα προ της δημοσιονομικής κρίσης επίπεδα.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το β’ τρίμηνο του 2024 δείχνουν μια πανελλαδική αύξηση 9,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, αν και σημειώνεται μια μικρή επιβράδυνση σε ημερολογιακή βάση (+10,6% το α’ τρίμηνο). Ο σχετικός δείκτης βρίσκεται στο 99,7, πολύ κοντά στο 100, που αποτελούσε τη βάση εκκίνησης το 2007.
Ακόμη πιο ψηλά βρίσκονται τα νεότερης ηλικίας σπίτια, μέχρι 5 ετών, τα οποία αυξάνονται κατά 10,7%, με τον δείκτη να φτάνει το 105,3. Στην περιοχή της Αθήνας, οι τιμές κατοικιών σκαρφάλωσαν κατά 9,1% το β’ τρίμηνο, αγγίζοντας τον δείκτη 105,7. Στα παλαιότερα ακίνητα και στη Θεσσαλονίκη, οι αξίες δεν έχουν φτάσει τα προ κρίσης επίπεδα, με τον δείκτη λίγο πάνω από το 96, και σε άλλες μεγάλες πόλεις να είναι ακόμη χαμηλότερα, στο 93.
Η εγχώρια αγορά ακινήτων συνεχίζει να κινείται σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές αγορές, καθώς δεν έχει πλήρως ανακάμψει από την οικονομική κρίση, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ε.Ε. που έχουν δει αύξηση τα τελευταία χρόνια. Στην Ευρωζώνη, τις τελευταίες δυο χρονιές παρατηρήθηκε πτώση στις επενδύσεις κατοικιών, κυρίως λόγω της ανόδου του κόστους κατασκευής και των επιτοκίων.
Στην Ελλάδα, παρά τη γεωπολιτική αστάθεια και τον υψηλό πληθωρισμό, οι τιμές των ακινήτων παραμένουν ανοδικές. Η ζήτηση παραμένει ικανοποιητική, με έλλειμμα νέων κατασκευών, αύξηση στον τουρισμό, βραχυχρόνιες μισθώσεις και σημαντικές ξένες επενδύσεις να ενισχύουν την αγορά. Ωστόσο, η ΤτΕ έχει επισημάνει ότι οι τρέχουσες τιμές έχουν αποκλίνει σημαντικά από την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, γεγονός που προσθέτει αβεβαιότητα.
Αυτές οι συνθήκες δυσκολεύουν την απόκτηση πρώτης κατοικίας και οδηγούν σε αύξηση των τιμών και των ενοικίων, καθιστώντας το ζήτημα της στέγασης κρίσιμο για πολλά ελληνικά νοικοκυριά.