«Η μείωση του χρόνου αναμονής στις εφημερίες του ΕΣΥ είναι απόλυτη προτεραιότητά μου», δήλωσε πρόσφατα ο Άδωνις Γεωργιάδης.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις εφημερίες, ο υπουργός Υγείας ανέφερε ότι επιθυμεί να κριθεί από την ικανότητά του να επιλύσει αυτό το διαρκές πρόβλημα: «Θέλω να κριθώ για τη μείωση της αναμονής στην εφημερία, γιατί αυτό είναι ένα χρόνιο ζήτημα του ΕΣΥ. Δουλεύω σκληρά γι’ αυτό. Περισσότερους από δύο μήνες εργαζόμαστε για τη μείωση του χρόνου αναμονής. Μόλις ολοκληρώσουμε τη στρατηγική μας, θα κάνουμε ανακοινώσεις. Εκεί που στην Ευρώπη ο μέσος όρος αναμονής φτάνει τις 4 ώρες, στα μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας φτάνει τις 8 ώρες. Πιστεύω ότι με το σχέδιο που έχουμε, θα καταφέρουμε να μειώσουμε την αναμονή κατά 1 έως 1.5 ώρα.»
Ο Άδωνις Γεωργιάδης ανέφερε επίσης τη σημασία των νοσηλευτών, λέγοντας πως «οι νοσηλευτές έχουν απόλυτο δίκιο να επιθυμούν την προσοχή μου. Θα ασχοληθώ σίγουρα μαζί τους. Προχωράω σταδιακά, πρώτα με τους γιατρούς και μετά με τους νοσηλευτές. Αυτοί είναι αδικημένοι και υποαμειβόμενοι. Η αυτοτελής φορολόγηση είναι χρήσιμη μόνο σε κάποιο όριο. Δυστυχώς, οι νοσηλευτές δεν φτάνουν σε αυτά τα επίπεδα. Η αυτοτελής φορολόγηση δεν ταιριάζει στους νοσηλευτές, καθώς αμείβονται μόλις 15 ευρώ για τα απογευματινά χειρουργεία, τη στιγμή που για άλλα είναι μόλις 8 ευρώ. Σκοπεύουμε να προσλάβουμε μόνιμους νοσηλευτές και να αξιοποιήσουμε και τους εποχικούς. Είναι αλήθεια πως οι νοσηλευτές στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται καλύτερα και θα ενεργήσουμε για τη βελτίωση της κατάστασής τους.
Ο υπουργός Υγείας συμπλήρωσε ότι «οι αποδοχές των γιατρών στο ΕΣΥ δεν είναι καθόλου αμελητέες για τα ελληνικά δεδομένα. Ο επιμελητής Β΄ φτάνει τα 2500 ευρώ μηνιαίως, ενώ ο επιμελητής Α’ μπορεί να φτάσει τα 4500 ευρώ μικτά. Αυτά δεν είναι καθόλου λίγα χρήματα για την Ελλάδα. Δεν είμαστε Ελβετία. Η Ρουμανία, που συχνά αναφέρεται, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όταν αυξήθηκαν οι μισθοί των γιατρών στη Βόρεια Ευρώπη, αυτό οδήγησε σε φυγή γιατρών από τη Νότια Ευρώπη. Έτσι, και η Ρουμανία ανέβασε τους μισθούς των γιατρών της. Αυτά τα θέματα επανέρχονται συχνά στη δημόσια συζήτηση.»